- ἐνοξίζω
- ἐνοξίζω (ὀξίζω ‘taste or smell like vinegar’) 1 aor. ἐνώξισα (hapax leg.) to have the taste of fermentation, become sour IMg 10:2.—DELG s.v. ὀξύς.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.